– Τι λέγαμε προχτές, αφεντικό; Να φωτίσεις, λέει, το λαό, να του ανοίξεις, λέει, τα μάτια! Ορίστε του λόγου σου ν’ανοίξεις τα μάτια του μπαρμπα-Αναγνώστη!
Είδες πώς στέκουνταν η γυναίκα του σούζα και περίμενε διαταγές; Πήγαινε τώρα η ευγένειά σου να τους μάθεις πως η γυναίκα έχει ίσα δικαιώματα με τον άντρα και πως είναι πολύ σκληρό πράμα να τρως ένα κομμάτι από το κρέας του χοίρου κι ο χοίρος να μουγκρίζει μπροστά σου ζωντανός και πως είναι μεγάλη κουταμάρα να ευχαριστιέσαι που έχει ο Θεός κι ας ψοφάς εσύ από την πείνα! Τι θα κερδίσει ο μαυροσκότεινος ο μπαρμπα-Αναγνώστης απ’όλες αυτές τις διαφωτιστικές σου αρλούμπες; Θα τον βάλεις μονάχα σε μπελάδες. Και τι θα κερδίσει κι η κυρα-Αναγνώσταινα; Θ’αρχίσον οι καβγάδες, η όρνιθα θα θέλει να γίνει κόκορας, και το αντρόγυνο πια όλο και θα τσακοπετεινιάζουν και θα μαδιούνται… Άσε τους ανθρώπους ήσυχους, αφεντικό, μην τους ανοίγεις τα μάτια∙ αν τους τ’ανοίξεις, τι θα δουν; Την κακή τους και την ψυχρή! Άσ’τα λοιπόν κλειστά να ονειρεύουνται!
Είδες πώς στέκουνταν η γυναίκα του σούζα και περίμενε διαταγές; Πήγαινε τώρα η ευγένειά σου να τους μάθεις πως η γυναίκα έχει ίσα δικαιώματα με τον άντρα και πως είναι πολύ σκληρό πράμα να τρως ένα κομμάτι από το κρέας του χοίρου κι ο χοίρος να μουγκρίζει μπροστά σου ζωντανός και πως είναι μεγάλη κουταμάρα να ευχαριστιέσαι που έχει ο Θεός κι ας ψοφάς εσύ από την πείνα! Τι θα κερδίσει ο μαυροσκότεινος ο μπαρμπα-Αναγνώστης απ’όλες αυτές τις διαφωτιστικές σου αρλούμπες; Θα τον βάλεις μονάχα σε μπελάδες. Και τι θα κερδίσει κι η κυρα-Αναγνώσταινα; Θ’αρχίσον οι καβγάδες, η όρνιθα θα θέλει να γίνει κόκορας, και το αντρόγυνο πια όλο και θα τσακοπετεινιάζουν και θα μαδιούνται… Άσε τους ανθρώπους ήσυχους, αφεντικό, μην τους ανοίγεις τα μάτια∙ αν τους τ’ανοίξεις, τι θα δουν; Την κακή τους και την ψυχρή! Άσ’τα λοιπόν κλειστά να ονειρεύουνται!
Σώπασε μια στιγμή, έξυσε το κεφάλι, συλλογίζουνταν.
– Εξόν, έκαμε τέλος, εξόν…
– Τι; για να δούμε!
– Εξόν αν, όταν θ’ανοίξουν τα μάτια τους, έχεις να τους δείξεις έναν κόσμο καλύτερο… Έχεις;
Δεν ήξερα. Ήξερα καλά τι θα γκρεμιστεί∙ δεν ήξερα τι θα χτιστεί απάνω στα γκρεμίσματα. Κανένας αυτό δεν μπορεί να το ξέρει με σιγουράδα, συλλογίζουμουν∙ το παλιό είναι χεροπιαστό, στερεωμένο, το ζούμε και το παλεύουμε κάθε στιγμή, υπάρχει∙ το μελλούμενο είναι αγέννητο, άπιαστο, ρεούμενο, είναι καμωμένο από το υλικό που πλάθουνται τα όνειρα, ένα σύννεφο και το χτυπούν δυνατοί άνεμοι – ο έρωτας, η φαντασία, η τύχη, ο Θεός – αραιώνεται, πυκνώνεται, μεταλλάζει… Κι ο πιο μεγάλος προφήτης μονάχα ένα σύνθημα μπορεί να δώσει στους ανθρώπους, κι όσο πιο αόριστο τόσο και πιο προφήτης.
Ο Ζορμπάς με κοίταζε περιπαιχτικά χαμογελώντας. Θύμωσα.
– Έχω, αποκρίθηκα πεισματωμένος.
– Έχεις; Για λέγε!
– Δεν μπορώ να σου πω∙ δε θα καταλάβεις.
– Ε, τότε δεν έχεις!
(Νίκος Καζαντζάκης (1952), Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά)
(Νίκος Καζαντζάκης (1952), Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου